Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

εἰς ἄστυ

См. также в других словарях:

  • Πειραιάς — Πόλη της Αττικής, το μεγαλύτερο λιμάνι της Ελλάδας, επίνειο των Αθηνών, από τα σημαντικότερα εμπορικά και βιομηχανικά κέντρα της χώρας και πρωτεύουσα της ομώνυμης νομαρχίας της περιφέρειας Αττικής. Ο δήμος Π. και οι δήμοι Αγίου Ιωάννη Ρέντη,… …   Dictionary of Greek

  • αγρομενής — ἀγρομενής, ές (Α) «ὁ ἐν τῷ ἀγρῷ διατρίβων καὶ εἰς ἄστυ μὴ κατιὼν» (Ησύχ.) ο αγροδίαιτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγρός + μένω] …   Dictionary of Greek

  • οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… …   Dictionary of Greek

  • Αιγός Ποταμοί — Μικρό ποτάμι (τουρκ. Καράκοβα τσάι) στη χερσόνησο της Καλλίπολης και, κατά την αρχαιότητα, ομώνυμη μικρή πόλη στις εκβολές του, απέναντι από τη Λάμψακο. Εκεί, τον Αύγουστο του 405 π.Χ. ο σπαρτιάτικος στόλος (περίπου 200 τριήρεις) με αρχηγό τον… …   Dictionary of Greek

  • κατάγω — (AM κατάγω) 1. μέσ. κατάγομαι έλκω την καταγωγή, προέρχομαι («κατάγεται από την Ήπειρο») 2. φρ. «κατάγω θρίαμβο(ν)» ή «κατάγω νίκη(ν)» νικώ, θριαμβεύω αρχ. 1. οδηγώ προς τα κάτω, φέρω προς τα κάτω «τὴν ἐκ τῶν ὀρῶν ὕλην κατῆγον εἰς τὸ ἄστυ»,… …   Dictionary of Greek

  • συντείνω — ΝΑ, και αττ. τ. ξυντείνω Α [τείνω] συμβάλλω, συντελώ σε κάτι (α. «οι προσπάθειες όλων πρέπει να συντείνουν στην ανόρθωση τής χώρας» β. «τὰ συντείνοντα πρὸς τὸ ζῆν καλῶς», Αθηνί.) αρχ. 1. τείνω, τεντώνω κάτι μαζί με κάτι άλλο 2. εντείνω όλες τις… …   Dictionary of Greek

  • Ρόδος — Νησί της Δωδεκανήσου, το μεγαλύτερο του συμπλέγματος και το τέταρτο της Ελλάδας μετά την Κρήτη, την Εύβοια και τη Λέσβο) με έκταση 1.398 τ. χλμ. Μαζί με τα νησιά Τήλο, Σύμη, Χάλκη και Μεγίστη (Καστελόριζο) αποτελεί την πρώην επαρχία Ρόδου. Ρόδος… …   Dictionary of Greek

  • Declinaisons du grec ancien — Déclinaisons du grec ancien Le grec ancien est une langue flexionnelle dans laquelle le « système nominal » (principalement les noms, les pronoms et les déterminants) est doté d une morphologie riche. On compte cinq cas en grec ancien,… …   Wikipédia en Français

  • Déclinaisons Du Grec Ancien — Le grec ancien est une langue flexionnelle dans laquelle le « système nominal » (principalement les noms, les pronoms et les déterminants) est doté d une morphologie riche. On compte cinq cas en grec ancien, associés principalement aux… …   Wikipédia en Français

  • Déclinaisons du grec ancien — Le grec ancien est une langue flexionnelle dans laquelle le « système nominal » (principalement les noms, les pronoms et les déterminants) est doté d une morphologie riche. On compte cinq cas en grec ancien, associés principalement aux… …   Wikipédia en Français

  • κινώ — (I) κινώ, οῡς, ἡ (Α) (δωρ. τ.) κίνηση*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κιν (τού κινῶ) + επίθυμα ώ / οῦς (πρβλ. ηχ ώ, πειθ ώ)]. (II) και κουνώ (AM κινῶ, έω, Μ και κουνῶ) 1. κάνω κάτι να τεθεί σε κίνηση ή σε λειτουργία ή σαλεύω κάτι (α. «η μηχανή κινείται με… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»